τσικουράτος

τσικουράτος
-η, -ο
βλ. τσεκουράτος, -η, -ο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσικουράτος — η, ο, Ν βλ. τσεκουράτος …   Dictionary of Greek

  • τσεκουράτος — και τσικουράτος, η, ο, Ν 1. κοφτερός σαν τσεκούρι 2. μτφ. α) σαφής και αυστηρός β) δηκτικός, δριμύς. επίρρ... τσεκουράτα μτφ. σαφέστατα και αυστηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσεκούρι / τσικούρι + κατάλ. άτος (πρβλ. σταρ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • τσεκουράτος — τσεκουράτος, η, ο και τσικουράτος, η, ο επίρρ. α 1. που είναι κοφτερός σαν τσεκούρι. 2. μτφ., δριμύς, δηκτικός, που χτυπάει σαν καταπέλτης: Τσεκουράτα λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”